- ἀπόπλου
- ἀπόπλοοςsailing awaymasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ουδετερότητα — Νομική ή πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα κράτη τα οποία δεν παίρνουν μέρος σε πόλεμο που διεξάγεται μεταξύ άλλων κρατών. Η ο. ως νομική κατάσταση στηρίζεται σε μια σειρά κανόνων του διεθνούς δικαίου που αποβλέπουν από το ένα μέρος… … Dictionary of Greek
άδεια — Η ελευθερία να κάνει κανείς ό,τι θέλει· έγγραφο παροχής ελεύθερης ενέργειας σε ορισμένο ζήτημα (π.χ. ά. γάμου)· ευκαιρία, ελεύθερος χρόνος και, στα αρχαία ελληνικά, αφοβία, ασφάλεια και αμνηστία. ά. απόπλου. Η ά. για την αναχώρηση ενός πλοίου από … Dictionary of Greek
ακραφετώ — αφήνω στη θάλασσα (κν. αμολάρω) την αλυσίδα και την άγκυρα που βρίσκεται στην άκρη της, λόγω τρικυμίας ή άλλης ανάγκης που επιβάλλει άμεσο απόπλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα από τη ναυτική ορολογία < *ακράφετος < ακρο (πρβλ. ακρο (Ι) + άφετος* (<… … Dictionary of Greek
αμφοτερόπλους — ἀμφοτερόπλους, ουν (Α) 1. αυτός που είναι πλευστός και από τα δύο μέρη (π. χ. ο ισθμός) 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀμφοτερόπλουν ναυτοδάνειο που χορηγούσαν όχι μόνο για τον απόπλου αλλά και για την επάνοδο του πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ερμαί — Λίθινες στήλες με ανδρική προτομή, στη μέση των οποίων υπάρχει ανδρικό αιδοίο. Η ονομασία τους προέρχεται από τη θεότητα που αρχικά παρίστανε κατά κανόνα, δηλαδή τον Ερμή. Η σημασία των αγαλμάτων αυτών, για τα οποία οι γραπτές πηγές μάς δίνουν… … Dictionary of Greek
λεβάδα — η (Μ λεβάδα) 1. αναχώρηση πλοίου, απόπλους 2. φρ. α) «κάνω λεβάδα» αποπλέω β) «παίζω λεβάδα» σημαίνω τον απόπλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. levata] … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
πανί — και παννί, το 1. λεπτό ύφασμα από λινάρι ή βαμβάκι 2. μικρό τεμάχιο οποιουδήποτε υφάσματος 3. ιστίο πλοίου 4. στον πληθ. τα πανιά α) ειδικά τεμάχια από μαλακό ύφασμα με τα οποία συνήθιζαν να περιτυλίγουν τα μωρά, αλλ. πάνες ή σπάργανα β) το… … Dictionary of Greek
πλωΐζω — ΜΑ 1. πλέω 2. ταξιδεύω διά θαλάσσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλω τού πλώω* «πλέω» + κατάλ. ίζω (πρβλ. πλοΐζω). Ο μυκην. τ. porowito, αν αποδίδει τη λ. *πλωFιστος, έχει παραχθεί από το ρ. πλωΐζω και δήλωνε έναν μήνα τού χρόνου κατάλληλο για απόπλου] … Dictionary of Greek
προαναπλέω — Α αναπλέω για πρώτη φορά, αρχίζω τον απόπλου … Dictionary of Greek